Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2022

                Μακεδονομάχοι του Βογατσικού 

                    

Τελετή παρασημοφόρησης   (Αρχείο Αγνής Κανδύλη)

Στην ανωτέρω  φωτογραφία εικονίζονται: Από αριστερά πάνω σειρά 1. Ζήσης Οικονόμου 2. Κωνσταντίνος Βράκας (διατέλεσε πρόεδρος του Βογατσικού)  3. Κωνσταντίνος  Νάντσιος (Καραλίβανος) 4.Ιερέας Κωνσταντίνος Μπότσαρης 5. Ιερέας Δημήτριος Δαγκλές 6.Χωροφύλακας Σταύρος Παπαματθαίου 7. Αθανάσιος Τακαντζιάς (Καραλίβανος) 8. Παντελής Κανδύλης ή «Κόκκινος»

Κάτω σειρά από δεξιά: 1. Παναγιώτης Τζάρος; 2. Γεώργιος Σαμπουκαλής 3. Χρήστος Κανδύλης (πολέμησε στη Μικρά Ασία) 4.Κωνσταντίνος Μανώλης.

Για τη χρονολόγηση της φωτογραφίας μας βοηθά η ενδυμασία των δυο μικρών παιδιών στο κέντρο της φωτογραφίας. Η στολή της ΕΟΝ με την οποία είναι ντυμένα τα παιδιά μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι βγαλμένη κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Πιθανή ημερομηνία λήψης της φωτογραφίας θεωρείται ο χειμώνας του 1938.

Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα της Δυτ. Μακεδονίας

Για τις ανάγκες του αγώνα εναντίον των Τούρκων δημιουργήθηκε Επιτροπή μέσα από την οποία θα οργανώνονταν οι κινήσεις των Βογατσιωτών αγωνιστών.  Την προεδρία της περιφερειακής επιτροπής του Μακεδονικού Αγώνα  Δυτ. Μακεδονίας ανέλαβε ο ιερέας και δάσκαλος του Βογατσικού  Παπαδήμος Οικονόμου.  Μέλη της επιτροπής ήταν: Τακαντζάς Αθανάσιος (Καρανάσιος), Βράκας Κων/νος, Ιατρού Αθανάσιος (δάσκαλος). Αγγελιαφόροι-Σύνδεσμοι (άνδρες): Σιμώτας Αθανάσιος (Τσιάτσιος), Δεληγιάννης Κων/νος (Τσιότρας). Γυναίκες: Τουρτούρη Τούλα, Μήτσινα Τριανταφυλλιά (Κατσέ), Ανίκα Κανδύλη-Τέγου. Οπλαρχηγοί: Ντόγρας Κων/νος, Κανδύλης Παντελής. Αντάρτες οπλίτες: Προβιάς Χρ. Τζάρος Γεωργ. Φεραίος Παναγ.  Λαγουριώτης Χρ. Κορομήλης Δημ. Κλιούπας Δημ. Μασούρας Κων. Φώτας Κων. Σαββαρίκας Πακές, Μαυρομάτης Ιωάν.  Μανώλης Τριαντ. Κουφογιάννης Δημ. Σαββαρίκας Ιωάν. Δεβλιώτης Ιωάν. Νασιόπουλος Κοσμάς. Οι τελευταίοι ακολούθησαν τα σώματα και εκτός Βογατσικού ενώ όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήταν εξοπλισμένοι. (Κορομήλης Α. Το Βογατσικόν (Ιστορία λαογραφία) Θεσσαλονίκη 1972)


Αλφαβητικός κατάλογος Μακεδονομάχων που έχουν καταγωγή από το Βογατσικό Καστοριάς

• Αγγελής Νικόλαος

• Αργυρόπουλος Ιωάννης

• Βαδραχάνης Ιωάννης

• Βαδραχάνης Κωνσταντίνος

• Βαδραχάνης Νικόλαος

• Βαρλαγιάνης Δημήτριος

• Βλάχος ή Βλιώρας Βασίλειος

• Βράκας Κωνσταντίνος

• Γαλιλαίας Ιωάννης

• Γκαρτσαλής Δαμιανός

• Γρέζιος Τριαντάφυλλος

• Δόγρας Κωνσταντίνος

• Δαγκλές Δημήτριος

• Δαρχαγιάννης Δημήτριος

• Δεβλιώτης Ιωάννης

• Δεληγιάννης Δημήτριος

• Δεληγιάννης Κωνσταντίνος

• Δραγούμης Αθανάσιος

• Δραγούμης Ιωάννης

• Δραγούμης Μάρκος

• Δραγούμης Νικόλαος

• Δραγούμης Στέφανος

• Εμμανουηλίδης Κωνσταντίνος

• Ζήσης ή Ζάχος Θωμάς

• Ζωγράφος Ζήσης

• Ιατρού Αθανάσιος

• Κόκκινος Β

• Κανδήλη Άννα

• Κανδύλης Παντελεήμων

• Καρύδης Ανδρέας

• Καρανάσος

• Κατσαντούρας Γεώργιος

• Κατσιαμάγκας

• Κλούπας ή Κλείπας Δημήτριος

• Κούσκουρας Ιωάννης

• Κορομήλης Δημήτριος

• Κουφογιάννης Δημήτριος

• Κράτσε Τριανταφυλλιά

• Λέχος ή Νταγκούμας Αθανάσιος

• Λαγουριώτης Χρήστος

• Μήκας Γεώργιος

• Μίκας Χρήστος

• Μόκας Γεώργιος

• Μανώλης Τριαντάφυλλος

• Μασούρας Γεώργιος

• Μαυρομάτης Ιωάννης

• Μητσιάνης Ιωάννης

• Μπάγκος Πέτρος

• Νάντσιος Κωσταντίνος

• Νάτσης Αθανάσιος

• Νάτσης Γεώργιος

• Νάτσης Γεώργιος

• Νασιόπουλος Κοσμάς

• Οικονόμος Δήμος

• Οικονόμου Δημήτριος

• Οικονόμου Ζήσης

• Παπαγεωργίου Δημήτριος

• Παπαδήμος Οικονόμος

• Παπαμιχαήλ Κωσταντίνος

• Παπαμιχαήλ Μιχαήλ

• Πιπιλιάγκας Γεώργιος

• Πουζάρας Ιωάννης

• Προβιάς Χρήστος

• Σαββαρίκας ή Πακές Χρήστος

• Σαββαρίκας Γεώργιος

• Σαββαρίκας Ιωάννης

• Σαμπούκαλης Γεώργιος

• Σαρρόπουλος Δημήτριος

• Σιδέρης Κοσμάς

• Σιμώτας ή Τσιάτσιος Αθανάσιος

• Σλιάχας Γεώργιος

• Στώτας Γεώργιος

• Σταυρίδης Αθανάσιος

• Τέγος Ζήσης

• Τέζιας Παπά-Στέργιος

• Τακαντζάς Αθανάσιος

• Τακαντζιάς Ανδρέας

• Τζάρας Αθανάσιος

• Τιμότας Αθανάσιος

• Τουρτούρα Φωτεινή

• Τριανταφυλλιά Δήμητρα

• Τσέλιος Γεώργιος

• Τσότρας Κωσταντίνος

• Τσιτσιπάτης ή Κλειούτας Δημήτριος

• Τσούκρας ή Τσώκρας Χρήστος

• Τωμόπουλος Κωσταντίνος

• Φερραίος Κωσταντίνος

• Φερραίος Παναγιώτης

• Φωτίου Κωσταντίνος

• Πέτρος ( Δεν έχει διασωθεί το επώνυμο)

macedonian-fighters.com

                                               
                               Κων/νος Ντόγρας με το γιο του Αθανάσιο



Δεξιά, Κων/νος Φεραίος από Βογατσικό και Ηλίας Μπουζιώτας από Καστοριά



Νικόλαος Δραγούμης



Στέφανος Δραγούμης



Ίων Δραγούμης




Ιερέας Δημήτριος Οικονόμου



Ιωάννης Αργυρόπουλος




Ιωάννης Κούσκουρας



Τριαντάφυλλος Γρέζιος



Αθανάσιος Σιμώτας


Γεώργιος Τζέλιος



Ιωάννης Βαδραχάνης



Δεληγιάννης Γ.Δημήτριος



Αθανάσιος Ιατρού










Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

 


Το παρόν γράμμα

να δοθεί εις το σπίτι του κυρ

γεόργη  ζήσου Ρόρα

εις  Μπογατζικόν

Το παρόν γράμμα  βρέθηκε σε μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα, σκεβρωμένη από την υγρασία στο υπόγειο του σπιτιού ενός συγγενικού μου προσώπου. Μαζί με το γράμμα αυτό υπήρχαν καιμερικά άλλα,πρόχειρα χαρτιά, όπως ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ Βογατσιωτών που εξασφάλιζαν τις μεταξύ τους συναλλαγές,(κυρίως πωλήσεις αμπελιών) αλλά και έγγραφα στην οθωμανική γραφή. Χρειάστηκαν πολλές ώρες για να μπορέσω λέξη-λέξη να συνδέσω τα νοήματα και όταν τελικά τα κατάφερα ένιωσα μεγάλη χαρά που μπόρεσα να ταξιδέψω σ΄έναν άλλο χρόνο παρελθοντικό.  Το γράμμα αυτό που στάλθηκε πριν 175 χρόνια στο σπίτι του Γιώργη Ρόρρα και πραγματεύεται μια παρεξήγηση, μας βοηθάει σήμερα, να διαμορφώσουμε μια εικόνα για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων στα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας, για τις σχέσεις μεταξύ τους, για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν. 

Αγαπημένη  μου πεθερά μου προσκυνώ μετά τιμής, σε ασπάζομαι. Ακόμα την Ματήν, την Ρούσαν τις ασπάζομαι ομοίως και όλους τους φίλους μας, τους λοιπούς συγγενείς κατά λεπτό τους ασπάζομαι. Τον νέον γαμπρόν αδελφικώς  τον ασπάζομαι. Η κόρη σου Ανίτσα σας προσκυνεί ομοίως κι η Μαριγίτσα σας γλυκοασπάζεται. Λαμβάνοντας το γράμμα εχάρην κατά πολλά περί την ακριβήν σας υγεία. Αν (θέλετε να)μάθετε περί λόγου μας καλώς υγιένομεν με χάρις θεού.  Τώρα λοιπόν σε ειδοποιώ ότι επειράχθηκες  όπου δεν έστειλα γράμμα. Με πείραξες και μένα διπλά, χειρότερα, όπου τόσους χρόνους που εγνωριστήκαμε  αυτούς τους λόγους όπου εμήνυσες  δεν τους (κράτησες)…. διότι δεν έπρεπε κατ΄αυτόν τον τρόπο να τους αποδείξεις. M΄όλον τούτο ήξερα εγώ ότι οδηγός μου ήτον -προτού με έγραφες δια το κορίτσι- ότι να φροντίσω δια κανέναν νέον. Μάλιστα ακόμη καιρόν την είχον (τη σκέψη)κι εγώ πάλι είχα τον τρόπο μου….τα οικονόμησες (όμως)να ζήσουν, να είναι στερεωμένοι και αγαπημένοι. Είναι καλύτερα λοιπόν για τον τρόπο που άφησα καιρόν κι έστρωσε ο θυμός μου. εάν όμως σε τα έγραφα αυτά απάνω εις τον θυμόν μου ήθελες πειραχθεί περισσότερον. Εγώ είμαι άνθρωπος όπου γνωρίζω τον άνθρωπον για να κρίνω μόνος μου. Καλότατος εκείνος ο άνθρωπος  όπου έχει την υπομονήν να τη διατηρήσει τις όλα τα πάντα  τα όσα αρέσουν του θεού. Ούτε μιαν φοράν δεν χάνει αλλά κερδίζει στην αιώνιον ζωήν πλυν εις το εξής να προσέχεις καλά. Για τούτο εγώ δεν  έγραψα τίποτις  γιατί πειράχθηκα. Eάν όμως κι εγώ ως άνθρωπος σε μηνούσα ενάντιος, άραγε τι έπρεπε να γένεις; Τώρα αυτά ας τα αφήσωμε κατά μέρος,  έλαβον και τρία σετζούκια από τον κύριο Θωμά-ας τον πούμε μπατζανάκην-(…..)ολίγον να ήσαν κοντύτερα θα τα ελέγαμε καλιότερα.

Στο πλάι του χαρτιού γράφει όπως αντιλαμβανόμαστε η κόρη. «Εγώ η κόρη σου η Ανίτζα (το τσ διαβάζονταν τζ) σας γλυκοασπάζομαι και να σας ζήσουν τα παιδιά σου. Aκόμα να αυξηθείτε. Εις τον Γεώργιον ως  να μας στείλει μητέρα μου πέντε-έξι κομπία  καφασωτά, ότι μας χρειάζονται. Τώρα  το συνηθίζουν αυτό τις κάνουνε καρφίτζες. Θα να τα κάνω στη Μαριγίτσα. Αυτά λέγωμεν ας υγειένομεν. Ήθελα να σας στείλω το τυρί σπίτι. μόνον δεν μ΄έγραψες ναι ή όχι;» 



                                                        1847

                                                     Μαρτίου

                                                          14

Με μια πρώτη ανάγνωση καταλαβαίνουμε πως  το γράμμα στέλνεται στο Βογατσικό στην οικία του Γιώργη Ρόρρα του Ζήση. Ο βασικός παραλήπτης όμως είναι η πεθερά του αποστολέα. Ο γαμπρός γράφει στην πεθερά του για να διευθετήσει μια παρεξήγηση που συνέβη μεταξύ τους. Μέσα όμως από αυτές τις ανορθόγραφες αράδες μπορούμε να διεξάγουμε πλήθος συμπερασμάτων  για τον τρόπο με τον οποίο ήταν δομημένες οι ελληνικές οικογένειες, για τη θέση της Eλληνίδας γυναίκας στην Τουρκοκρατούμενη επαρχία, για το μορφωτικό επίπεδο των Eλλήνων στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.

Στις πρώτες σειρές γίνονται οι προσφωνήσεις, οι χαιρετισμοί όπως  και οι απαιτούμενες τυπικές ερωτήσεις για την υγεία. Στην πρώτη παράγραφο επίσης  ο αποστολέας στέλνει χαιρετισμούς  στη Ματή, τη Ρούσα, τον νέο γαμπρό. Αυτό δείχνει πως η καθημερινότητα οργανώνεται γύρω από την οικογένεια η οποία στα χρόνια εκείνα ήταν πολυμελής. Οι γυναίκες αυτές μπορεί να ήταν οι νύφες της οικογένειας που τότε ζούσαν κάτω απ΄την ίδια στέγη μεγαλώνοντας τα παιδιά τους, φροντίζοντας τους ηλικιωμένους και τους συζύγους τους. Εκτός από το νοικοκυριό, το πλύσιμο, το μαγείρεμα, το συγύρισμα, οι νοικοκυρές της εποχής ήταν επιφορτισμένες με την ανατροφή των παιδιών καθώς και την υφαντική, το κέντημα, τα ζωντανά και τα χωράφια.

Στη συνέχεια γίνεται εισαγωγή στο λόγο για τον οποίο στάλθηκε το γράμμα. Η  πεθερά του  αποστολέα -η οποία έμενε  στο Βογατσικό- με γράμμα που έστειλε παλιότερα, εξέφρασε τα παράπονά της στο γαμπρό της καθώς εκείνος δεν επέδειξε τον απαιτούμενο ζήλο στην πρότασή της να βοηθήσει να βρεθεί ένας καλός νέος, για τη μικρότερη κόρη της. Ο γαμπρός της δεν της απάντησε αμέσως. θιγμένος κι αυτός και μετά το πέρας κάποιου χρόνου αποφασίζει να της γράψει, να δικαιολογηθεί και να κατακεραυνώσει την πεθερά του ηθικολογώντας απέναντί της. …… Εν΄τω μεταξύ η πεθερά βρήκε κάποιον  νέο για την κόρη της και αυτό φαίνεται στα λόγια του αποστολέα: «τα οικονόμησες (όμως) να ζήσουν να είναι στερεωμένοι και αγαπημένοι».

Στο γράμμα γίνεται ολοφάνερη η ανισότητα που υπήρχε ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες. Ο γαμπρός γίνεται ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στην πεθερά του η οποία είναι ηλικιωμένη. Την κατηγορεί για έλλειψη σύνεσης και υπομονής. Αντίθετα αυτός αυτοεπαινείται γιατί όπως πίστευε ήταν σε θέση να δρα με γνώμονα τη λογική και τη «χάρις του θεού». Από την άλλη βλέπουμε μέσα από το γράμμα πως οι νέες κοπέλες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν μόνες τον μελλοντικό τους σύζυγο. Γι αυτό αποφάσιζαν οι γονείς, τα αδέρφια και όλος ο υπόλοιπος ανδρικός πληθυσμός της ευρύτερης οικογένειας. Η υποδεέστερη θέση της γυναίκας φαίνεται και από το γεγονός ότι η Ανίτσα, η κόρη,  γράφει στο πλάι γιατί περίσσεψε λίγο χαρτί. Δεν φαίνεται να λαμβάνει θέση στη διαμάχη του συζύγου και της μητέρας της. Μιλάει για πρακτικά θέματα και ζητάει από το Γεόργη -πιθανότατα αδερφό της- μερικά «κομβία» για να τα κάνει καρφίτσες.  Συμπεραίνεται λοιπόν πως η κοκεταρία και η καλαισθησία δεν εγκαταλείπουν τον καθημερινό βίο της γυναίκας. Επίσης ρωτάει πώς να στείλει το τυρί δίνοντάς μας ένα ακόμα στοιχείο για τη δουλειά της γυναίκας που μεταξύ των άλλων  ήταν και  η παρασκευή του τυριού, της μυζήθρας και του γιαουρτιού αλλά και τον τρόπο της μεταφοράς του. Είναι πιθανόν να το έστελνε στη μητέρα της με κάποιον κυρατζή. Οι κυρατζήδες ήταν σαν τις μεταφορικές εταιρείες της σημερινής εποχής.

Δεν γνωρίζουμε τον τόπο κατοικίας του αποστολέα μας πληροφορεί όμως πως υπάρχει απόσταση που δεν επιτρέπει τη δια ζώσης  συνάντηση «ολίγον να ήσαν κοντύτερα θα τα ελέγαμε καλιότερα.» Το γλωσσικό ιδίωμα όμως μοιάζει με το Βογατσιώτικο.

Ως προς το μορφωτικό επίπεδο του γραφέα καταλαβαίνουμε πως είναι ένα άτομο που κατέχει στοιχειωδώς τη γραφή. Ως γνωστόν τη μόρφωση των ελληνοπαίδων στα χρόνια της τουρκοκρατίας την είχαν αναλάβει  οι ιερείς οι οποίοι ήξεραν γραφή και ανάγνωση. Στην προκειμένη περίπτωση το γράμμα έχει τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα σε αυτά που υπαγορεύει ο αποστολέας  αλλά και η γυναίκα του Ανίτσα. Είναι πιθανόν το γράμμα να το υπαγόρευαν σε κάποιον που ήξερε γραφή κι αυτό έναντι μιας μικρής αμοιβής.

Το πιο συγκινητικό όμως, το πιο ουσιαστικό επίτευγμα που ξεδιπλώνεται μέσα από το γράμμα αυτό είναι η διάσωση της ελληνικής  γλώσσας στο πέρασμα των χρόνων. Εάν λάβουμε υπ΄όψιν μας την ημερομηνία γραφής του γράμματος το Μάρτιο του 1847  και υπολογίσουμε με βάση την πιθανή ημερομηνία κατάκτησης της Καστοριάς στα 1385, η  ελληνική γλώσσα παρέμενε  ζωντανή για τετρακόσια εξήντα δύο χρόνια. Εάν μάλιστα αναλογιστούμε πως σήμερα, μετά από 175 χρόνια από την ημερομηνία γραφής του γράμματος  είμαστε  σε θέση να το διαβάσουμε κι εμείς και να καταλάβουμε το νόημα των όσων γράφονται, γίνεται αντιληπτή η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας(...)

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Δημήτριος Τζαβέλλας 1932-2019


Δημήτριος  Τζαβέλλας   1932 -2019            Βογατσικό, Αύγουστος  2016
    Ονομάζομαι, Δημήτριος Τζαβέλλας. Γεννήθηκα στο Βογατσικό το 1932 και οι γονείς μου ήταν η Μαλαματή  και ο Κωνσταντίνος Τζαβέλλας.  Οι αδερφές μου ήταν η θεοδώρα και η Ολυμπία. Η Θεοδώρα αρρώστησε και πέθανε στην ηλικία των δεκαέξι. Η μητέρα μου η Μαλαματή επίσης  ασθένησε και πέθανε το 1937. Ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα με τη Θεοδώρα Καλδή και το 1944 γεννήθηκε ο αδερφός μου ο Λέανδρος-Αθανάσιος. Γιαγιά και παππού δεν πρόλαβα μόνο για λίγα χρόνια την Ολυμπιάδα μητέρα της μάνας μου. Γιαγιά  και παππού είχα θείο και θεία που ζούσαν μαζί μας. Για πολλά χρόνια είχαμε  μαζί μας και τη  χήρα γυναίκα του θείου μου με τον ξάδερφό μου τον Ντάφα.
     Το 1940 ήμουν οκτώ χρονών. Από το στενό οικογενειακό  περιβάλλον δεν είχε στρατευτεί κανένας, ο μπαμπάς μου δεν ήταν σε ηλικία στράτευσης (γεννημένος το 1883) αλλά, είχαν πάει στο μέτωπο τα δύο αδέρφια της μητριάς μου, Θανάσης και Γιώργος. Τα νέα από το «Μέτωπο» τα μαθαίναμε από το ταχυδρομείο. Μόλις έρχονταν η είδηση ότι κάποια πόλη κατελήφθη από το στρατό στην Αλβανία, τρέχαμε στην εκκλησία για δοξολογία. Ο μπαμπάς μου, άρπαζε το δίκανο και μπαμ- μπαμ, πυροβολούσε στον αέρα… Στον πόλεμο, όλες οι γυναίκες έπλεκαν και μια επιτροπή με αρχηγό την Βιργινία Τσάντη, περνούσαν και τα μάζευαν. Γάντια, κασκόλ, κουκούλες, τσιράπια…
Τους πρώτους μήνες του πολέμου, γίνονταν βομβαρδισμοί παντού και φεύγαμε σ΄ένα κουρί εδώ παρακάτ΄ στη Λουν. Πήγαινάμε  πρωί, γυρνούσαμε βραδ. Ο Ντάφας είχε καμ μια καλύβα και  ήμασταν κάθε μέρα εκεί.  Ένα μήνα κράτησε αυτή η καθημερινή εκδρομή, κρυάδιασε ο καιρός. Τον Ιανουάριο του 1941 με πέρν ο Ντάφας να πάμε στη Λουν  να χαλάσουμε την καλύβα, να μαζέψουμε τα σανίδια. Εκείνη την ώρα έρχονται από τη Νεάπολη δυο βομβαρδιστικά. Αυτά πετούσαν πολύ ψηλά, τα ‘βλεπα εγώ γιατί ξάπλωσα στο  χώμα, με σκέπασε ο Ντάφας με τ΄άχυρα της καλύβας. Τα κοιτούσα, κι όταν έφτασαν στο χωριό άφησαν τις βόμβες. Τις έβλεπα… Καμιά δεν έπεσε στο χωριό (ίσως και επίτηδες) Η πρώτη βόμβα έπεσε στην άκρη του χωριού και οι άλλες αραδιάσκαν στη Μούζγκα, του ενός και του άλλου στον Άϊ Θωμά.
Νωρίτερα όταν έφευγαν τα παιδιά του χωριού στον πόλεμο, επίταξαν και τον  ψαρή. Είχε ο πατέρας μου ένα άλογο αραβικό, μικρόσωμο με μακριά χαίτη και ουρά. Οι Άραβες τα είχαν σε μεγάλο αριθμό.(Ήταν η ράτσα με την οποία κατέλαβαν τη Β. Αφρική και την Ισπανία. Αυτά τα άλογα έμειναν στην Ευρώπη στη συνέχεια). Το αγόρασε από την Αλβανία, από κάποιον που ήταν ο μοναδικός που κρατούσε αρσενικά και τα πουλούσε πανάκριβα. Ο μπαμπάς μου το αγόρασε 14.000 χιλιάδες δραχμές, πολλά λεφτά για την εποχή. Ήταν άλογο που έτρεχε πολύ και φρόντιζαν να μη το ταπεινώσουν. Ίππευε και η μητέρα μου κι ο πατέρας, αλλά μετά το θάνατό της το ΄παιρνε ο Ντάφας μόνον κι έτρεχε στα χωράφια. Όμως στον πόλεμο το΄ δωσαν στον Χατσιέρα το γιατρό. Ήταν συγγενής μας αυτός. Όταν ήρθε από τον πόλεμο ήταν γερασμένο, ταλαιπωρημένο. Στην Κατοχή το ταπεινώσαμε. Το φόρεσάμε  σαμάρ,   το φορτώναμε καλαμπόκια , ξύλα, τα πάντα… Γέρασε, το πήρε ο Ντάφας και το πούλησε στη Νεάπολη…
Στον πόλεμο σκοτώθηκαν παιδιά απ΄το χωριό μα εγώ ήμουν μικρός και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, μα θυμάμαι που έλεγαν… Και ενώ νικούσαμε κι ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, ήμασταν νικηταί, μας ήρθαν από αλλού. Πρώτα οι Γερμανοί και μετά οι Ιταλοί. Μια πολυπληθής  μπάντα  διέσχισε το χωριό πανηγυρικά, μέχρι τ’ Φίγκαταλώνια, στην αστυνομία. Στην αρχή δεν τους φοβόμασταν, τους είχαμε συνηθίσει. Μετά άλλαξαν τα πράγματα.
    Στην Κατοχή μας έλειψαν πράγματα. Δεν υπήρχε η ζάχαρη, το λάδι δυσεύρετο, το πετρέλαιο έλειπε. Καίγαμε ξύλα στο τζάκι. Μαυραγορίτες, όχι, δεν υπήρχαν στο χωριό. Ο μπαμπάς δεν χρειάστηκε να πουλήσει κάτι. Τα πρώτα δύο χρόνια που «περνούσαν» τα λεφτά, ο μπαμπάς μου μπορούσε να αγοράσει ορισμένα πράγματα. Μπακάλικα υπήρχαν αρκετά στο χωριό. Ήταν του Βράκα στον Τζίτσκο, στη γωνία, στην πλατεία ήταν ο Παπαστέργιος και ο Γιάννης ο Μπούκος, δηλαδή ο Γιαντς ο  Βαϊνάς. Προς τα πέρα ήταν ο Τσιότσιος  ο Λέτσας και ο Πιτιφρής (παρατσούκλι) Ανδρέας (έχ(ει) ένα αρχαίο όνομα αυτός), ο Τσαγανάς, Βαϊνάς  Ανδρέας κι όλοι αυτοί έφερναν από τίποτα… Στο διάστημα της κατοχής έκλεισε ο μύλος του Αγαθοκλή Πανταζίδη, ο οποίος δούλευε με πετρέλαιο, ήταν ένα σύγχρονο εργοστάσιο. Έπιασαν όμως δουλειά οι μύλοι στο Σάντοβο. Θα ΄ταν κανά πέντε. Ήταν του Θανάς  του Καραλή, του Τζηκαλάγια, του Σαββαρίκα, απ΄την άλλ(η) μεριά του Γκολομπία κι ένας Ρίζος.
Στην Κατοχή παίζαμε πολεμικά παιχνίδια με τις πέτρες, με την απέναντι γειτονιά. Είχαμε εδώ απέναντι μια αχυρώνα, και είχαμε γραψ(ει) απ΄έξω 2ος Λόχος. Ήταν το στρατόπεδο. Κι έχω εδώ στο μέτωπο ένα σημάδ(ι), έφαγα μια πέτρα εδώ από κείνες τις μάχες…
Όσο ακόμα δεν ήταν οι αντάρτες οι Ιταλοί έρχονταν σπάνια κι όταν έρχονταν διανυκτέρευαν στο σχολείο. Εμείς οι μαθηταί τραβούσαμε τα θρανία σ΄ν άκρα και τ΄ν άλλ(η) τη μέρα τα ξανάφτιαχνάμε και γίνονταν το μάθημα. Οι δάσκαλοι, όσοι ήταν αλλού ήρθαν εδώ και γέμισε ο διάδρομος από παιδιά και δασκάλους. Τότε ήταν διευθυντής ο Ραββίνας, ήταν ο Κορομήλης, ο Καλλίμαχος Βαϊνάς, ο Δημήτριος Βράκας, η Βιργινία, η Ελισσάβετ Τσιμπουκά και όλα αλλάζουν το   1943-1944. Δεν πήγα καθόλου σχολείο.
Τον Ιανουάριο του 1942 ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό και μάζευαν τα όπλα. Έκατσαν για κάνα μήνα κι έκαναν έρευνες. Η πρώτη έρευνα έγινε στο δικό μας το σπίτι. Ο μπαμπάς μου είχε δυο κυνηγετικά. Κράτησε το ένα και παρέδωσε το άλλο. Είχε κι ένα πιστόλι, το  φερε  απ ΄την Αμερική αυτό. Ήταν πολύ όμορφο, με φιλντισένια λαβή. Αυτό δεν το παρέδωσε. Έπιασαν τον πατέρα μου τον πήγαν για ανάκριση γιατί βρήκαν το όπλο. Την καραμπίνα δεν την βρήκαν. Πήγαν στην αχυρώνα κι έβαλαν τον Ντάφα να ανοίξ(ει) τα χορτάρια. Ο Ντάφας άνοιγε χωρίς δισταγμό και τον είπαν, φτάνει-φτάνει και μετά από κει το΄κρυψε ο Ντάφας σ΄έναν  λάκκο και ύστερα χάθηκε, αυτό ήταν… Πήραν τον πατέρα μου και τον κράτησαν από το πρωί μέχρι το βράδυ και πολλούς άλλους. Ο πατέρας μου τότε έπιασε κουβέντα μ΄έναν ανθυπολοχαγό, στα γαλλικά και του είπε, « πες στο διοικητή (ήταν στο γραφείο αυτός) να πάω να κοιμηθώ στο σπίτι κι αύριο το πρωί θα ‘ρθω». Το όπλο είναι της χήρας (του αδερφού μου η γυναίκα) θα ρθούμε αύριο μαζί». Και πραγματικά τον άφησαν να πάει στο σπίτι, ορμήνεψε τη θεία Γλυκερία τι θα πει. «Ήταν του άντρα μου» είπε αυτή. Το όπλο ήταν σε κομμάτια, τον γεμιστήρα τον είχε η μάνα μου στην τσέπη, τους άφησαν να φύγουν. Στην έρευνα αυτή οι Ιταλοί μάζεψαν κι έσπασαν τους δίσκους που έφερε ο μπαμπάς απ΄τον Καναδά και όλα τα περιοδικά, ένα ντουλάπι γεμάτο, πήραν και τα΄καψαν στη σόμπα.
       Ένα πρωί, ήταν το  1943 ξημερώματα, χτυπάει η σάλπιγγα. Χαρές, ελευθερία, ήρθε ένα σώμα ανταρτών.  Μαζί με τον Θόδωρο τον Κίτσιο, πήγαμε στο σχολείο όπως κάθε μέρα. Φορούσαμε τα δίκοχα που είχαμε απ΄τον Μεταξά. Στην πόρτα του σχολείου, μας σταμάτησε ο Μολδοβάνος. Πήρε το σηματάκι (ήταν ένας κύκλος με την ελιά, μια βασιλική κορώνα κι ένα δίκοπο τσεκούρι) και  το ΄σπασε. Μας έδωσε τα δίκοχα και πήγαμε πίσω. Γιατί; (αναρωτιόμασταν). Η μάνα μας τα είχε κρυμμένα στο σεντούκ(ι), ύστερα άρχισαν άλλα, τότε μπήκαμε στο νόημα…
Μαζεύονταν στο σχολείο όπου γίνονταν λαϊκά δικαστήρια και ήταν ελεύθερα για μας τα παιδιά. Κάθε Κυριακή. Απασχολούνταν με αγροζημιές και άλλες οικογενειακές υποθέσεις. Περνούσε όλο το χωριό. Θυμάμαι για μια υπόθεση,  ήρθε από την Αθήνα ο Σοφόπουλος και διεκδικούσε ένα χωράφι στη Μπάνια, ένα ωραίο, ποτιστικό. Το δικαστήριο γίνονταν κάθε  Κυριακή όλο το διάστημα της Κατοχής. Η τελική απόφαση δεν τον δικαίωσε. Επίσης μια άλλη περίπτωση, διαζυγίου αυτή τη φορά, μεταξύ του Χαρίσιου (Θεοχάρη) και της Αναστασίας. Δίκαζε ο Μολδοβάνος, ο Κούσκουρας, ο Γκολομπίας, νεαρός φοιτητής της νομικής τότε. Μια άλλη φορά κάποιος έκλεψε καλαμπούκια. Μ΄έκλεψε  τόσες  «κούκλες» στο χωράφ(ι)! Και στο τέλος:  «Τι λέει η ολομέλεια»; Και μεις τα παιδιά καθόμασταν πίσω-πίσω και φωνάζαμε: Θά-να-τοοοοος, θά-να-τοοοοος!
Τον Μάρτιο του 1943 μας είπε ο καπετάνιος να αδειάσουμε το χωριό. Ανέβαιναν οι Ιταλοί από Θεσσαλία και πήγαμε οι περισσότεροι στο Μπλατς (είχαμε συγγενείς στη Βλάστη) άλλοι στην Πιπιλίστα (Νάματα) άλλοι στο Σισάνι, άλλοι πήγαν στις σπηλιές.( Υπήρχαν δυο μεγάλες πίσω απ΄το βουνό),  κι άλλοι στα μαντριά. Χειμώνας ακόμα, μέσα Μαρτίου. Εμείς φύγαμε νωρίς, λες κι ήταν στου Σάντβου κι  μας έδιωξαν. Επιστρέψαμε Μάη. Εκεί μας δώσαν σπίτ(ι) κάτι συγγενείς. Έμεναν Θεσσαλονίκη, το χαν για παραθέρισ(η). Και μείναμε εννάμισι μήνα. Όλο τον Απρίλιο, κάτι από Μάρτη κάτι από Μάη. Είχαμε καλό σπίτι εκεί, γιορτάσαμε το Πάσχα. Ο μπαμπάς μου πήγε στο παζάρ, πήρε αρνί, αγόρασε απ΄όλα είχαμε μαζί θείες, γιαγιάδες, ξαδέρφια. Πήγα και σχολείο εκεί, για λίγες μέρες, Όταν γυρίσαμε το θέμα με τους σκοτωμένους στο «προσήλιο» είχε καταλαγιάσει.  (Το γεγονός της δολοφονίας των δεκατεσσάρων ανδρών  ) …
Το 1944 ήρθαν οι Γερμανοί ένα πρωί να παγιδεύσουν τους αντάρτες. Τους κυνηγούσαν από το Βέρμιο και αυτοί έφευγαν προς την «Ελεύθερη Ελλάδα». Μάϊος, πρέπει να ήταν, γιατί το ποτάμι ήταν κατεβασμένο. Έλιωναν και τα χιόνια. Πολλοί πέρασαν απ΄το ποτάμι απέναντι και άλλοι πνίγηκαν… Τότε ήταν που μάζεψαν από δω κάτω, δέκα παιδιά και τα σκότωσαν στην Κλεισούρα πάνω… Ήρθαν και άλλη μια φορά και μας μάζεψαν στην πλατεία. Το καλοκαίρι ήταν που οι Γερμανοί έκαψαν σπίτια στο χωριό. Πολλά… Μπορεί να ήταν πενήντα, εξήντα… Άλλο μετά δεν ήρθαν… Όταν μάθαμε πως έφυγαν αρχινίσαμε τους πανηγυρισμούς. Δεν ίξιράμε τι μας περίμενε με τους αντάρτες…

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Κλεισούρα «Νταούλι» 5 Απριλίου- Βογατσικό 6 Μαίου 1944. Ο κύκλος του αίματος.


"Νταούλι"  5  Απριλίου 1944

Η Κλεισούρα βρίσκεται στις βόρειες παρυφές του βουνού Μουρίκι και σε υψόμετρο χιλίων διακοσίων πενήντα μέτρων. Η διάβαση που σχηματίζεται ανάμεσα στο Βέρνο (Βίτσι) και στο Μουρίκι, γνωστή ως «Νταούλι» επιτρέπει την οδική σύνδεση της Έδεσσας με την Καστοριά και της Κοζάνης με την Καστοριά μέσω Πτολεμαΐδας.
Εικόνες: Κλεισούρα Καστοριάς

 Η διάβαση της Κλεισούρας πέρασε πολλές φορές από τους  αντάρτες του ΕΛΑΣ στο γερμανικό έλεγχο και το αντίστροφο, στα χρόνια της Κατοχής. Οι συγκρούσεις μεταξύ των Γερμανών και των ανταρτών, που διεξήχθησαν στην περιοχή το 1943, είχαν ως στόχο την απόκτηση του ελέγχου της συγκεκριμένης διάβασης, γεγονός που θα εξασφάλιζε τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων της κάθε πλευράς. Για τον ΕΛΑΣ το «Νταούλι» αποτελούσε μια πρώτης τάξεως τοποθεσία για ενέδρες, ενώ εξυπηρετούσε και τον ανεφοδιασμό των τμημάτων της Βορείου Πίνδου. Για τους Γερμανούς ο έλεγχος της συγκεκριμένης διάβασης ήταν πρωτίστης σημασίας για τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό των στρατευμάτων που στάθμευαν στη Δυτ. Μακεδονία και κυρίως στην Ήπειρο και για τη διασφάλιση της οδικής σύνδεσης με τη Θεσσαλονίκη.  Από τις αρχές του 1943, η Κλεισούρα ασφυκτιούσε αφενός, από τις έντονες πιέσεις  των ανταρτών του ΕΛΑΣ να στρατολογήσουν τους άντρες του χωριού, οι οποίες στάθηκαν άκαρπες και αφετέρου, από τους Κομιτατζήδες των γειτονικών χωριών, οι οποίοι είχαν οπλιστεί από τους Ιταλούς το 1943 και από τους Γερμανούς το 1944. Ένοπλες ομάδες Κομιτατζήδων επισκέπτονταν συχνά την Κλεισούρα προτρέποντας τους χωρικούς να συνδράμουν για την ευόδωση των βουλγαρικών στόχων στην περιοχή. Από το καλοκαίρι ακόμη, του 1943 οι γερμανικές αρχές θεωρούσαν  την Κλεισούρα ως το προπύργιο των ανταρτών και το μόνο που περίμεναν ήταν να δοθεί μια αφορμή για να πυρποληθεί. Έτσι θα εξασφάλιζαν την ασφαλή μετακίνηση των στρατευμάτων τους κατά μήκος του νευραλγικού οδικού άξονα  Καστοριάς- Αμυνταίου. Αυτή η αφορμή δόθηκε από τον ΕΛΑΣ με την ενέδρα που έστησε σε μια γερμανική φάλαγγα, στο «Νταούλι» και το φόνο δύο ή τριών Γερμανών στρατιωτών.
Τη νύχτα της 4ης προς την 5η Απριλίου 1944, μια διμοιρία με περίπου σαράντα άνδρες του ΕΛΑΣ Σινιάτσικου, με επικεφαλής τον Αλέξη Ρόσιο (Υψηλάντη), καθηγητή φιλολογίας από τη Σιάτιστα, έφτασε από τη Βλάστη στην Κλεισούρα. Σκοπός τους ήταν να στήσουν ενέδρα σε γερμανική φάλαγγα η οποία θα περνούσε από τη στενωπό της Κλεισούρας το πρωί της 5ης Απριλίου.  Είχαν επιστρατευτεί και άντρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ από τον Πελεκάνο, το Δρυόβουνο, το Σισάνι και το Μελιδόνι.  Το πρωί της 5ης Απριλίου, σύμφωνα με μαρτυρίες πολλών επιζώντων, η Κλεισούρα ήταν περικυκλωμένη από τους αντάρτες οι οποίοι απαγόρευαν στους κατοίκους την έξοδο από το χωριό, αλλά και τη βόσκηση των ζώων. Ο λοχαγός Γκέρχαρντ  Κλίνγκενχεφερ έλαβε άδεια από τον Σύμερς (Διοικητή Συντάγματος) να επισκεφτεί  μια μονάδα στην Καστοριά. Η συνοδεία του δέχτηκε επίθεση από τον Ρόσιο και τους άντρες του.  Σύμφωνα με μαρτυρία του Γκ. Κλίνγκενχεφερ, μετά  από τρίωρη μάχη στην οποία τραυματίζεται , συναντιέται με  τον Σύμερς στην Πτολεμαίδα. Ο Σύμερς διατάζει επιχείρηση εναντίον της Κλεισούρας. Όλοι οι κάτοικοι εκτελέστηκαν, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου. Για τον Σύμερς, οι γυναίκες αποτελούσαν  «θηλυκούς σκοπευτές». Ο επίλογος της τραγωδίας σε ανθρώπινα θύματα ήταν 277 νεκροί και 30 τραυματίες.
Σχετικά με τους νεκρούς Γερμανούς, οι απώλειες πρέπει να ήταν οι μπροστινοί μοτοσικλετιστές οι οποίοι δέχτηκαν πρώτοι τα πυρά. Υπήρξαν  δυο η τρεις νεκροί.  « Κοινό σημείο των πληροφοριών   από όλες τις μαρτυρίες είναι πως τα σώματα των νεκρών Γερμανών κακοποιήθηκαν στη συνέχεια από τους αντάρτες».  Η κακοποίηση αυτή, θεωρήθηκε από πολλούς πως ήταν η αιτία της αγριότητας με την οποία αντιμετώπισαν οι Γερμανοί τους κατοίκους της Κλεισούρας. Ένα μήνα μετά, στις 6 Μαΐου 1944, οι Γερμανοί συνέλαβαν δέκα άντρες (στο δημόσιο δρόμο, στην περιοχή του Βογατσικού)  και στη συνέχεια τους εκτέλεσαν, στο «Νταούλι» της Κλεισούρας.

  Βογατσικό 6 Μαΐου 1944

 Από τις αρχές Απριλίου η διοίκηση της 4ης Μεραρχίας των ες ες προετοίμαζε την εκκαθαριστική  επιχείρηση των ανταρτών  του Βερμίου. Οι Γερμανοί πραγματοποιούσαν εξονυχιστικές έρευνες σε κατοικημένες και δασώδεις περιοχές με αποτέλεσμα να μη υπάρχει  δυνατότητα διαφυγής για τον  άμαχο πληθυσμό. Γερμανικά στρατιωτικά τμήματα καταδίωκαν τους αντάρτες που προσπαθούσαν να καταφύγουν στην «Ελεύθερη Ελλάδα». Στις 6 Μαίου ένα τμήμα του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Κολίτζα, επεχείρησε να  περάσει τον Αλιάκμονα, στο ύψος του Βογατσικού. 
Εικόνα: Χάρτης ευρύτερης περιοχής Βογατσικού (αρχείο Χρήστου Βελιάνου)

Πνίγηκαν πολλοί αντάρτες στο ποτάμι στην προσπάθεια τους να διαφύγουν και να φτάσουν απέναντι, στο χωριό Πλατανιά. Το ποτάμι ήταν «φουσκωμένο» καθώς έλιωναν τα χιόνια του χειμώνα, « και έπρεπε να ξέρεις πολύ καλά τον Πόρο (το πέρασμα) για να περάσεις απέναντι. Περνούσαν απ΄τα παλιάμπελα και έδεσαν μια τριχιά απ΄τη μια μεριά στ΄ν άλλ(η). Και  πιάστηκαν πολλοί αντάρτες από το φόβο… και κόπηκε η τριχιά και  πνίγηκαν πολλοί, τότε. Δέκα –δεκαπέντε. Και τους βρήκαν προς τα κάτω ύστερα». Πολλοί από τους κατοίκους του  Βογατσικού βοήθησαν τους αντάρτες να περάσουν απέναντι. «Ήταν ο Δημήτρης Τσιτσιπάτης, ο Τζήκας ο Μπλιάγκας, ήταν εδώ στα Παλιάμπελα, έγινε μεγάλο κακό. Και ο Τζήκας ο Καραλής (γιος του Θανάση) βοήθησε πολύ εκείν τ΄ν μέρα. Ο Λάκης ο Βαδραχάν΄ς είχε το «καλάθι» στου Κοντογιάννη». Εκείνη τη μέρα οι Γερμανοί συνέλαβαν δέκα άντρες από το Βογατσικό. Το Λάμπρο Βυτανιώτη, εβδομήντα χρόνων τον σκότωσαν στην περιοχή «Μπάνια» την ώρα που εργάζονταν στο χωράφι του,  ενώ συνέλαβαν τον γιο του Απόστολο. Συνέλαβαν επίσης, τον Χρήστο Μπάγγο, δάσκαλο, τον Δημήτριο Οικονόμου, τον Γεώργιο Ράκκα, το Ράλλη Σταυρίδη,  και στην περιοχή «Λαζαράκια» στα σύνορα με το Κωσταράζι, Τον Τριαντάφυλλο Πορτοτάση με τους γιους του Κωνσταντίνο και Χρήστο, καθώς και τους δυο γιους του Ιωάννη Πορτοτάση, Αθανάσιο και Χρήστο.( Οι πέντε τελευταίοι είχαν τα πρόβατα στην περιοχή). Όλους μαζί, τους οδήγησαν στην περιοχή «Νταούλι» λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κλεισούρα και τους εκτέλεσαν. «Τους τέσσερις από αυτούς τους κρέμασαν στα τηλεγραφόξυλα και τους άφησαν  να αιωρούνται για μέρες», επιθυμώντας με αυτό τον τρόπο να παραδειγματίσουν και να τρομοκρατήσουν το λαό της Κλεισούρας, που ήδη βρίσκονταν σε βαρύ πένθος, αφού ένα μήνα πριν είχαν χάσει  προσφιλή τους άτομα, σπίτια και ζώα.   (Πληροφορίες ,από τη διδακτορική Διατριβή του Στράτου Δορδανά, Το αίμα των αθώων, αντίποινα των Γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία 1941-1944 . )

        

   Απόστολος Χαρ. Βυτανιώτης, Έδεσσα 1928     Χρήστος Μπάγγος, δάσκαλος, 1915-1944


Με την εκτέλεση της 6ης Μαίου στο «Νταούλι» ανακύπτουν  εύλογα, ερωτήματα, σχετικά με τη σκοπιμότητα που αυτή εξυπηρετούσε. Γιατί έγινε στο συγκεκριμένο μέρος; Και αν η επιλογή των δέκα ανδρών στο Βογατσικό ήταν τυχαία, ή   είχε σχέση με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Ήδη από το 1943 αντάρτες και απλοί πολίτες είχαν εξισωθεί. Οι έντεκα άντρες βρέθηκαν σε λάθος σημείο τη λάθος στιγμή, όπως θα λέγαμε σήμερα. «Όταν τ΄ς έπιαναν οι Γιρμανοί , δεν ρωτούσαν: είσαι κουμουνιστής;» Οι κάτοικοι του χωριού δεν ήταν ασφαλείς. Τον ίδιο κίνδυνο να συλληφθούν από τους γερμανούς, είχαν, είτε παρέμεναν στο χωριό είτε κατέφευγαν στην εξοχή. « Οι  Γερμανοί πήγαιναν με τα αυτοκίνητα σιγά-σιγά, είχαν και τα πολυβόλα. Απορώ πως δεν μας πήραν και μας από το μαντρί. Το είχαμε πάνω στο δημόσιο δρόμο. Ήμαν με τον αδερφό μου το Θανάση. Ο μπαμπάς μ΄πέθανε το 43. Στ ΄Μπάνια που σκότωσαν το Λάμπρο  όργωνε κι ο Δήμος. Και μετά, με είπε τον γύρεψαν ταυτότητα οι Γερμανοί. Την είχε πάνω του. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή στο άροτρο. Τους έδειξε τάχα από κει, και έφυγαν. Δεν τον πήραν μαζί τους». (μαρτυρία Δημητρίου Μπούρντα).   Η επιλογή της περιοχής (το «Νταούλι»), για την εκτέλεση  των δέκα αντρών έγινε σκόπιμα από τους Γερμανούς για να δείξουν την κυριαρχία τους πάνω στην περιοχή  έναντι των ανταρτών αλλά και για να τιμήσουν τους νεκρούς συντρόφους τους, που σκοτώθηκαν ένα μήνα πριν στην ίδια περιοχή. Κλεισούρα, «Νταούλι» 5 Απριλίου- 6 Μαίου 1944 ο κύκλος του αίματος είχε ολοκληρωθεί.

Κλεισούρα  5  Νοεμβρίου  2017   Νικόλαος Δόλλας ημερ. γέννησης 1928
Εικόνα: Νικόλαος Δόλλας

Π.Μ. Πώς ονομάζεστε;
Ν.Δ. Λέγομαι, το όνομά μου Νίκος και το επίθετο Δόλλας.
Π.Μ. Πότε γεννήθηκες κύριε Νίκο;
Ν.Δ. Πότε γεννήθηκα;  Το είκοσι οκτώ! Το 1928.
Π.Μ. Οι γονείς σου ποιοι ήταν;
Ν.Δ. Τη μάνα μου την έλεγαν Κατίνα και τον πατέρα μου Γεώργιο.
Π.Μ. Αδέρφια είχες;
Ν.Δ. Αδερφές! Αδέρφια δεν είχα.
Π.Μ. Να μιλήσουμε για το σαράντα. Είχες συγγενείς που πήγαν στον πόλεμο;
Ν.Δ. Πως, πως!
Π.Μ. Είχες θείους, ξαδέρφια, γείτονες;
Ν.Δ. Ναι, απάνω στην Αλβανία. Ο ένας σκοτώθηκε.
Π.Μ. Στην Κατοχή πώς περνούσατε; Τι θυμάσαι;
Ν.Δ. Εδώ όπως είναι η οροσειρά, την είχαν μοιράσει. Από δω μεριά οι Ιταλοί, απ΄την άλλη οι Γερμανοί. Οι Ιταλοί όχι ότι φέρθηκαν καλύτερα, αλλά ήταν πιο τυπικοί. Δεν ήταν τόσο αυστηροί όπως οι Γερμανοί.
Π.Μ. Έρχονταν στο χωριό Ιταλοί και Γερμανοί; Πώς σας φέρονταν εσάς, που ήσασταν μικρά παιδιά;
Ν.Δ. Βέβαια. Είχαν Φρουραρχείο εδώ… Κοίταξε. Οι Γερμανοί ένα διάστημα ήταν πολύ άγριοι. Με τον πόλεμο στο Στάλιγκραντ που γινότανε, έπαθαν μεγάλη ζημιά. Πολλοί τρελαθήκανε από τον πόλεμο.
Π.Μ. Μίλησέ μου για το σαράντα τέσσερα, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό και σκότωσαν πολύ κόσμο. Οι γονείς  σου πού ήτανε;
Ν.Δ. Εδώ ήτανε!
Π.Μ. Ο μπαμπάς σου ήταν εδώ όταν έγινε το ολοκαύτωμα; Η μητέρα σου; Οι αδερφές σου;
Ν.Δ. Και η μητέρα μου και οι αδερφές μου.
Ν.Δ. Μόνο το σπίτι κάηκε και τα ζώα.
Π.Μ. Εσείς προλάβατε να φύγετε;
Ν.Δ. Το πρωί έφυγα εγώ με τα ζώα έξω. Δεν μας άφηναν οι αντάρτες να φύγουμε. Αλλά φύγαμε κρυφά έξω από το βουνό μαζί με έναν άλλο. Και ήρθαν οι Γερμανοί. Σκότωσαν οι αντάρτες τρεις Γερμανούς στο «Νταούλι» και ήρθαν οι Γερμανοί για αντίποινα και…
Π.Μ. Πόσους Γερμανούς σκότωσαν εδώ στο «Νταούλι»;
Ν.Δ. Τρεις Γερμανοί.
Π.Μ. Και μετά τι τους έκαναν; Τους κακοποίησαν;
Ν.Δ. Είπαν ότι τους κακομεταχειρίστηκαν αλλά όχι. Ψέματα είναι.
Π.Μ. Ποιοι αντάρτες ήταν τότε;
Ν.Δ. Ο Υψηλάντης!
Π.Μ. Και οι αντάρτες δεν σας άφηναν να φύγετε από το χωριό. Για ποιο λόγο λέτε;
Ν.Δ. Να μη δημιουργηθεί πανικός. Οι άντρες να απομακρυνθούν από το χωριό λέει. Τα γυναικόπαιδα όχι. Δεν πιστεύω να σκοτώσουν γυναίκες και παιδιά, είπε.
Π.Μ. Σκοτώθηκαν συγγενείς σας εκείνη τη μέρα;
Ν.Δ. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε το 1948. Πάτησε νάρκα. Τον έβαλε ο στρατός αγγαρεία. Ας πούμε υπηρεσία.
Π.Μ. Ναι.
Ν.Δ. Και όταν γύρισε πάτησε νάρκα και σκοτώθηκε.
Π.Μ. Σε ποιο μέρος πήγατε και κρυφτήκατε εσείς;
Ν.Δ. Εδώ προς τον Προφήτη Ηλία.
Π.Μ. Και όταν επιστρέψατε την άλλη μέρα, τι γίνονταν εδώ. Τι βρήκατε;
Ν.Δ. Τίποτες. Βρωμούσε από πτώματα. Βέβαια. Εγώ γύρισα τη νύχτα με έναν άλλον και λέει οι Γερμανοί φύγανε. Αλλά εδώ μέσα ούρλιαζάνε και τα ζώα φώναζαν. Κόσμος, τραυματίες, ξέρω γω τι, και βρήκαμε το πρώτο θύμα στην άκρα απ΄το χωριό. Νόμιζα ήταν η αδερφή μου. Αλλά δεν ήταν η αδερφή μου. Λοιπόν… και ήρθε ύστερα ο αδερφός της και την πήρε. Και μπήκαμε εδώ μέσα και τι να δούμε! Τι να δούμε… Άλλοι καίγονταν και  ούρλιαζαν και δεν μπορούσαμε να τους θάψουμε γιατί περνούσαν οι Γερμανοί. Αν ακούγαμε βοή, φοβόμασταν. Να φύγουμε… έρχονται οι Γερμανοί. Εμείς υπαγόμασταν στο νομό Φλωρίνης. Επαρχία Καστοριάς. Κι ήρθαν απ΄τη Φλώρινα και έδωσαν εντολή να μάσουν τα θύματα. Τους σκοτωμένους να τους θάψουν. Μες στις αυλές τους θάβανε. Δεν προλάβαιναν, που να τους θάψουν. Άλλους τους πήγαν στην Παναγία, άλλους στο νεκροταφείο. Άλλους που δεν είχαν ζώα(για  να τους μεταφέρουν) τους θάβανε στις αυλές. Και σιγά-σιγά άρχισε να παίρνει ένα ρυθμό το χωριό. Κατεστραμμένο εντελώς.
Π.Μ. Είχατε βρει το σπίτι κατεστραμμένο. Είχατε πολλά ζώα;
Ν.Δ. Είχαμε πέντε, έξι αγελάδια.
Π.Μ. Με αυτά ζούσατε.
Ν.Δ. Ο πατέρας μου ήταν καπνεργάτης.
Π.Μ. Όταν μπήκατε στο χωριό και βλέπατε τον δρόμο γεμάτο νεκρούς, υπήρχαν παιδιά, συμμαθητές σας, γείτονες που βλέπατε σ΄αυτή την κατάσταση;
Ν.Δ. Ναι, ναι, ναι…
Π.Μ. Τι νιώθατε;
Ν.Δ. Τι να νιώσω; Μη συζητάς. Σκεφτόμασταν καλά που φύγαμε και δεν ακούσαμε τους αντάρτες. Αν καθόμασταν θα μας σκότωναν. Στην αυλή εμείς είχαμε μια κουτσίνα, ένα κοτέτσι, που έβαζαν τα γουρούνια. Και δίπλα κάθονταν ένας δάσκαλος. Τρύπης λέγονταν. Το κορίτσι του, ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερο από μένα πήγε και κρύφτηκε στο κοτέτσι μέσα. Και σώθηκε. Και είδε ότι μπήκε ένας στο σπίτι μας (να κρυφτεί). Τον έριξε από πάνω ο Γερμανός και τον σκότωσε και μετά έκαψαν το σπίτι. Κι όταν πήγα το πρωί εγώ με φώναξε: «Νίκοοο, εδώ είμαι!» «Ποια είσαι;» «Η Βούλα. Έτσι κι έτσι. Ο Σίμος του Τόττα μπήκε μέσα και το ΄καψαν το σπίτι»!
Π.Μ. Χάσατε συγγενείς, εσείς τότε;
Ν. Δ. Θείες! Την Ουρανία Δόλλα. Τα κορίτσια δε θυμάμαι πως τα έλεγαν.
Π.Μ. Ξαδέρφες σου ήταν;
Ν.Δ. Ναι.
Π.Μ. Τι έλεγε τότε ο κόσμος. Ποιος έφταιγε γι΄αυτή την κατάσταση;
Ν.Δ. Η κατάσταση. Οι αντάρται  ήθελάνε να το κάψουν το χωριό, να σηκωθούν οι άντρες να γίνουν αντάρται. Αλλά κανένας δεν έφυγε.
Π.Μ. Ποιος το υποκίνησε όλο αυτό;
Ν.Δ. Ο Υψηλάντης! Ο Υψηλάντης είχε έρθει εδώ από βραδύς να τακτοποιήσει τα πράγματα. Και… είχε εντολή να χτυπήσει στη θέση «Νταούλι». Και ανταμωθήκαν με έναν εδώ. Ανθυπολοχαγός ήταν στην Αλβανία. Και ανταμωθήκανε, φιληθήκανε. Τον Υψηλάντη τον έλεγαν Αλέκο. Τον άλλο, τον δικό μας τον έλεγαν Κώστα. Κώστα, Αλέκο, πώς πάει, «Αμάν ρε Αλέκο θα μας κάνεις κακό!»  « Τι να κάνω, έχω εντολή να χτυπήσω στη θέση Νταούλι!» ( Ο κύριος Νίκος χτυπάει δυνατά το μπαστούνι του στο πάτωμα τρεις φορές, καθώς λέει τα τελευταία λόγια). «Στρατιώτης έκανες. Όταν παίρνεις μια διαταγή, πρέπει να την εκτελέσεις; Έτσι και εγώ. Ας παν στο Γέρμα, είναι το επιτελείο εκεί, να με φέρουν ένα χαρτί και να μη χτυπήσω στη θέση «Νταούλι» να χτυπήσω πάρα πέρα». Στάθηκε αδύνατο!
Π.Μ. Αυτά ποιος σου τα είπε εσένα κύριε Νίκο; Από ποιον τα άκουσες;
Ν.Δ. Εγώ, εκείνα τα λόγια, ήμουν εδώ και τα άκουσα. Ήμουν παρών. Τα άκουσα με τα αυτιά μου. «Θα μας κάνεις κακό» του είπε. Λέει, « δεν ακούστηκε, εδώ, λέει, να σκοτώσουν γυναικόπαιδα». «Οι άντρες να αποτραβηχτούνε». «Δεν φαντάζομαι να σκοτώσουν γυναικόπαιδα».
Π.Μ. Ο Υψηλάντης πώς ήταν στην όψη; Τον θυμάστε καθόλου;
Ν.Δ. Πώς! Κοντούλης ήτανε. Κοντούλης αλλά δραστήριος. Από τη Σιάτστα!
Π.Μ. Και ο δικός σας ο Κώστας; Πώς λέγονταν στο επίθετο;
Ν.Δ. Κοπέλος.
Π.Μ. Ήταν κι αυτός αντάρτης;
Ν.Δ. Αυτός υπηρέτησε τη θητεία του στην Αλβανία, έγινε Κατοχή και ήρθε εδώ. Στο σπίτι του. Γλίτωσε στην Αλβανία.
Π.Μ. Ένα μήνα μετά, αρχές Μαίου φέρανε εδώ στο Νταούλι δέκα άντρες από το Βογατσικό και τους εκτέλεσαν.
Ν.Δ. Τους εκτέλεσαν, ναι.
Π.Μ. Τί θυμάστε από αυτό;
Ν.Δ. Οι Γερμανοί έπαθαν μεγάλη ζημιά εδώ στο Νταούλι. Δεν μπόρεσαν να βρουν άντρες εδώ, βρήκαν  άντρες στα χωράφια στο Βογατσικό. Γεωργοί, κτηνοτρόφοι… Τους έμασαν από κει και τους έφεραν στο «Νταούλι» και τους κρε-μά-σα-νε!
Π.Μ. Γιατί τους έφεραν εδώ λέτε εσείς;
Ν.Δ. Αντίποινα! Λέει, στο μέρος που σκότωσαν τους Γερμανούς, εκεί θα σκοτώσουμε κι αυτούς. Για τους αντάρτες. Ήταν και η γυναίκα μου εκεί και είδε από αυτούς τους κρεμασμένους και είδε τα μυαλά τους κάτω. Από τότε δεν τρώει μυαλό ούτε από αρνί, ούτε από οτιδήποτε άλλο. Τους κρέμασαν και μετά τους έδωσαν τη χαριστική. Άσε που μόλις τους κρεμούσαν, μονομιάς, ακαριαίος θάνατος!
Π.Μ. Τι άλλο λέγανε γι΄αυτούς τους άντρες;
Ν.Δ. Τάχα μου ήταν συνεργάτες με τους αντάρτες!
{…}

Βογατσικό Κωνσταντίνος Απ. Δεληγιάννης  ημερομ. Γέννησης 1931
Εικόνα: Κωνσταντίνος Απ. Δεληγιάννης

Αυτοί… οι Γερμανοί, κυνηγούσαν τους αντάρτες από το Βέρμιο. Πολλούς… όχι (λίγους) και περνούσαν απ΄ το ποτάμι απέναντι. Απέναντι, στο Βόϊο ήταν η «Ελευθέρα Ελλάδα» και τους κυνηγούσαν… Οι δικοί μας, όλη νύχτα περνούσαν τους αντάρτες  πέρα. Ο Λάκης ο Βαδραχάνης βοήθησε πολλούς τότε. Είχε ένα κουτί με σύρμα στα παλιάμπελα. Οι Γερμανοί άνοιξαν τη λίμνη και το ποτάμι ήταν απέραντο. Έπρεπε να ξέρεις ακριβώς τον  πόρο για να περάσεις. Και έκαναν αλυσίδα, ένας αγκαλιά πίσω απ΄τον άλλον… Κόβεταν η αλυσίδα… Πνίγηκαν πολλοί τότε. Οι αντάρτες ξεκίνησαν απ΄το Βέρμιο. Τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί και κατέβηκαν μέχρι το ποτάμι. Εδώ στην «Πλάκα» ήταν τα δικά μας τα παιδιά. Κρύφκαν. Οι Γιρμανοί τους ήβλιπαν και τους έβγαζαν μέσα απ΄ τα κλαδιά. Ο Δήμος ο Βιτανιώτης, πιο ψύχραιμος έκατσε κι όργωνε, μι τα βόδια. Δεν κρύφκι. Τον Δήμο δεν τον πείραξαν ενώ τα αδέρφια τ΄… Τον αδερφό του τον Απόστολο τον πήραν. Τον μπαμπά τους τον Λάμπρο τον σκότωσαν εκεί στ΄ν «Μπάνια». Τα αδέρφια Πορτοτάση, ο Χρήστος και ο Θανάσης ήταν με τα πρόβατα στα «Λαζαράκια». Τους πήραν. Ο δάσκαλος ο Μπάγγος, ο Ρακάς, ο Σταυρίδης… Ο Οικονόμου ο Δήμος. Τον Δήμο τον πήραν. Γειτονιά ήμασταν. Ήταν νέος αλλά, μεγαλύτερος από μένα.
Τους βρήκαν κρυμμένους. Τους πήραν. Δεν ρωτούσαν οι Γερμανοί τότε τι είσαι. Είσαι κουμμουνιστής; Γιατί τους πήγαν στο «Νταούλι» και τους σκότωσαν δεν ξέρω. Ο λόγος, δεν ξέρω. Ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί. Εκτέλεση!
Πηγές
 Το αίμα των Αθώων. Αντίποινα των  Γερμανικών Αρχών Κατοχής στη Μακεδονία, 1941-1944.Διδακτορική Διατριβή του Στράτου Δορδανά, σελ. 389, 394, 399, 401, 407
Μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις : Νικόλαος Δόλλας, Κωνσταντίνος Δεληγιάννης, Δημήτριος Μπούρντας.