Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΗΛΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΠΕΠΟΝΙΑ

Still Life with Melons, Grapes   1864- George Hetzel

Όλοι είμαστε λίγο-πολύ συλλέκτες. Έτσι κι εγώ. Είμαι συλλέκτης εποχών, γεύσεων, χρωμάτων, ήχων, αναμνήσεων και ιδανικών στιγμών. Έχω ένα μικρό μουσείο με έμψυχα και άψυχα.  Τα 'χω φυλαγμένα σε κουτιά διαφόρων μεγεθών, σε βαζάκια, σε μπουκάλια, σε μικρά κλουβιά και μερικά απ΄ αυτά σε ένα μέρος του μυαλού μου. Τα ξεσκονίζω που και που, γιατί η αξία των αναμνήσεων δεν ιεραρχείται με τη σκόνη. Ποιος είναι ο θησαυρός μου;
Χρυσοκόκκινα υγρά φύλλα του Φθινοπώρου και σταφύλια ώριμα. Ρόδια κόκκινα με ρουμπινένιους σπόρους. Μυρωδιά φρεσκοκομμένου ξύλου και καπνός στα τζάκια. Κομμένοι κορμοί στρογγυλοί, μαρτυρούν το πέρασμα δεκάδων χρόνων. Μικρά πούπουλα από σπουργίτια. Μια αλεπουδίτσα τόσο μικρή και τόσο κόκκινη. Οργισμένες στάλες βροχής. Χαλβάς με καρύδια και φέτες λεμόνι στο σιρόπι, κάθε Φεβρουάριο στα γενέθλιά μου. Κουραμπιέδες και πορτοκάλια Άρτας τα Χριστούγεννα.
Φρέσκο-ψημένα ψωμιά  και τυρόπιτα στο τηγάνι. Μήλα και χρυσά πεπόνια. Τις τρομαγμένες κότες στον ορνιθώνα. Μισό τσιγάρο «Έθνος» άφιλτρο στα κρυφά στο μποστάνι. Τηγανητές μελιτζάνες τον Ιούλιο και μετά μια ξαφνική νεροποντή. Σαλιγκάρια ξεθαρρεμένα  με τις μαλακές κεραίες τους κάνουν επιδρομή στα χαμομήλια. Βραδυκίνητες χελώνες στην εξοχή.
Μικρά αστεράκια τον Αύγουστο πέφτουν σε πορεία τοξωτή. Μικροί δορυφόροι που δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω  απ’  τ’  αστέρια. Η Αφροδίτη μόνον φεγγίζει όλο το χρόνο πολύ κοντά στο φεγγάρι με την σαν από φλούδα πορτοκαλιού όψη. Τα φιδάκια κρύβονται κάτω απ΄ τις  πέτρες τα καυτά μεσημέρια, και τα χόρτα μυρίζουν  ταυτόχρονα σαν κάτι καμένο και δροσερό μαζί.
Τον Χειμώνα ο γερόλυκος κατεβαίνει πολύ κοντά στο χωριό. Εγώ τον ακούω κάτω  απ΄ τη φλοκάτη και τον λυπάμαι. Σκέφτομαι πως κρυώνει, πεινάει και είναι τόσο μόνος! Στο μπαλκόνι η φωλιά των χελιδονιών μοιάζει με το ζυμάρι της μηλόπιτας περασμένο στον τρίφτη.
Μέσα στο συρτάρι σ΄ ένα κουτί από λουκούμια κοιμούνται τα πρώτα μου μαλλιά, στο χρώμα του μελιού. Σκουφάκια, παιδικά παλτό, φόρεμα από κόκκινο βελούδο η πράσινη τσόχα, ένα μικροσκοπικό ζιπουνάκι, ένα μαξιλάρι. Φιλοξενούνται σε ένα κουτί τουλάχιστον τριάντα χρόνων. «Κατεψυγμένα κρέατα Αργεντινής» γράφει  απ έξω. Θα περίμενε κανείς ανοίγοντάς  το να δει παϊδάκια αρνίσια φερμένα  απ’ τη μακρινή χώρα.
Σε άλλο κουτί στρογγυλό αυτή τη φορά, φωτογραφίες. Εγώ με λίγα μαλλιά κι αλλού με περισσότερα. Η αδερφή μου με τα παπούτσια φορεμένα ανάποδα. Εγώ γελώ και μου λείπει ένα δόντι. Εγώ λέω ποίημα ή παίζω σε «σκετς». Είμαι η Μόρφω και έχω αδερφό τον Κωνσταντή. Μπαίνω στη σκηνή και λέω έντρομη: «Καπεταναίοι βιαστείτε τον πιάσανε!» -«Τι λες ωρέ Μόρφω!» κι εγώ τραυλίζοντας «ε… ε… εκείνον τον Κωνσταντή».
Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν μόνον τη χαρά λες και η ζωή είναι ένα διαρκές πανηγύρι.
Έτσι κάθε φορά που έρχομαι στο σπίτι αναζητώ τη χαρά των παιδικών χρόνων. Η χαρά και η ευχαρίστηση είναι η κατευθυντήρια δύναμη του συλλέκτη. Ο χρυσός κανόνας.
Όταν φεύγω πάλι, βάζω σημάδια στο δρόμο. Σκορπίζω ψίχουλα και σπόρους, σαν τον κοντορεβιθούλη (ή δεν θυμάμαι τέλος πάντων ποιος ήταν ο  ήρωας του παραμυθιού). Πολύ γρήγορα όμως τα παίρνει ο αέρας και χάνονται. Την άλλη φορά λέω να βάλω άλλα «σημάδια». Τις λεύκες ίσως, δεξιά κι αριστερά του καινούριου δρόμου και τα μικρά ξωκλήσια. Τα πεύκα και την βρύση και ότι έχει απομείνει  απ΄ τα νερά του Αλιάκμονα.



Το παραπάνω κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα  « το Βογατσικό»,  Αρ. φύλλου 104, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998.